- περιστερόκοτες
- οι, Νζωολ. γενική κοινή ονομασία δύο γενών περιστερόμορφων πουλιών τής οικογένειας petroclidae με 16 είδη, που απαντούν στις ημιερημικές περιοχές τής Αφρικής και τής Ασίας, μοιάζουν με τους αγριόγαλους στον χρωματισμό τού πετρώματος τους και στην κατασκευή τού κεφαλιού και τών ποδιών, πίνουν όμως νερό με αναρρόφηση σαν τα περιστέρια.
Dictionary of Greek. 2013.